ἀμαχί

ἀμαχί
ἀμαχεί
without stroke of sword
indeclform (adverb)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αμάχι — το (Μ ἀμάχι) το ενέχυρο, η υποθήκη, η αμάχη*, κυρίως στη φράση «βάζω αμάχη ή αμάχι» ενεχυριάζω, υποθηκεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + μάχη κατά το σχήμα ἀλλαγή ἀλλάγιον > ἀλλάγι] …   Dictionary of Greek

  • αμάχη — η 1. έχθρα, μίσος, απέχθεια, εμπάθεια 2. το αμάχι*. [ΕΤΥΜΟΛ. < α προθετ. + αρχ. μάχη πιθ. με επίδραση τού αντιθέτου αγάπη. ΠΑΡ. αμαχεύω] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”